συνεκπαιδεύω

συνεκπαιδεύω
Ν
εκπαιδεύω από κοινού μαθητές και τών δύο φύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + εκπαιδεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνεκπαιδεύω — συνεκπαίδευσα, συνεκπαιδεύτηκα, εκπαιδεύω μαζί αγόρια και κορίτσια ή δύο ξεχωριστές ομάδες ατόμων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”